ΜΑΣ ΕΙΠΕ ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ...


ΑΚΟΥΣΑΤΕ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ!

Αυτό το ιστολόγιο έχει ολοκληρώσει το ρόλο του και δεν είναι σε λειτουργία...

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ


Το σχολείο μας ανήκει στο Δήμο Ηγουμενίτσας. Είναι το 2ο σχολείο από τα τέσσερα που λειτουργούν στην πόλη μας, την Ηγουμενίτσα, την όμορφη πρωτεύουσα του νομού Θεσπρωτίας και το μεγαλύτερο λιμάνι της Ηπείρου.  Σήμερα, χάρη και στο μεγάλο οδικό άξονα της Εγνατίας,



η Ηγουμενίτσα θεωρείται η πύλη της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων προς τη δύση. (Στη φωτογραφία πανοραμική άποψη της πόλης. Με κόκκινο πλαίσιο έχουμε σημειώσει τη θέση του σχολείου μας. Κάντε κλικ στη φωτογραφία για μεγαλύτερη προβολή.)


Πληροφορίες για την Ηγουμενίτσα

Ιστορία

Ιστορική εξέλιξη και πολιτιστική κληρονομιά

Η Ηγουμενίτσα κατά την αρχαιότητα

Η παρουσία ανθρώπου στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ηγουμενίτσας εντοπίζεται στην Παλαιολιθική περίοδο (250.000-9000 π.χ.) σε υπαίθριες θέσεις με λίθινα εργαλεία που έχουν βρεθεί στην πεδιάδα του Κάτω Καλαμά. Νεολιθικά ευρήματα (9000-2800 π.χ.) έχουν εντοπισθεί στη σπηλιά της Σίδερης. Οι ανασκαφές στο λόφο Ραγίου (Πύργος) έδειξαν ότι η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την 2η π.χ. χιλιετία.

Κατά την εποχή του χαλκού η Ήπειρος αποτέλεσε την κοιτίδα των περισσότερων ελληνικών φύλων. Η περιοχή μελέτης ανήκε στο φύλο των Θεσπρωτών. Ο Όμηρος αναφέρει τη μετάβαση του Οδυσσέα στη Θεσπρωτία, ο οποίος φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Φείδωνα και πήγε στο μαντείο της Δωδώνης να πάρει χρησμό. Κατά την παράδοση το νησάκι Πρασούδι στον κόλπο της Ηγουμενίτσας ήταν ο βράχος που έριξε ο Κύκλωπας Πολύφημος στον Οδυσσέα.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους οι Κερκυραίοι δημιούργησαν αποικίες στην Τορώνη (Λυγιά Ηγουμενίτσας) και τον Βουθρωτό, από όπου έκαναν επιδρομές στην ενδοχώρα και άρπαζαν δούλους. Επίσης προμηθευόταν, όπως και οι νοτιοελληνικές πόλεις, γαλακτοκομικά προϊόντα, δέρματα, μαλλί και ξυλεία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Θεσπρωτοί και οι άλλοι Ηπειρώτες συμμάχησαν με τους Πελοποννήσιους κατά των Αθηναίων και των Κερκυραίων. Το 433 π.χ. έγινε η περίφημη ναυμαχία των Συβότων μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων, κατά την οποία και οι δύο αντιμαχόμενοι θεώρησαν ότι νίκησαν και έστησαν τρόπαιο. Κατά νεότερη έρευνα, τα Σύβοτα της αρχαιότητας ήταν τα νησάκια της Λυγιάς Ηγουμενίτσας, τα οποία καλύφθηκαν αργότερα από τις προσχώσεις του Θύαμι ποταμού.

Γύρω στο 350 π.χ. χτίστηκαν οι πρώτες οχυρωμένες ακροπόλεις και τα χωριά άρχισαν να συνενώνονται σε πόλεις. Για μερικές δεκαετίες η Ελέα υπήρξε η πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Στη συνέχεια και μετά την κατάκτηση της Ν. Κεστρίνης από τους Θεσπρωτούς καθιερώθηκε ως πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας η Τιτάνη ή Γιτάνη (σημ. Γκούμανη) στο όριο της περιοχής μελέτης, με πληθυσμό περίπου 6.000 κατοίκων. Η Τορώνη επίσης (Κερκυραϊκή Περαία) είχε πληθυσμό 6.000 κατοίκους.

Στη συνέχεια την πρωτοβουλία στην Ήπειρο ανέλαβε ο βασιλικός οίκος των Μολοσσών και οι φυλές της νότιας Ηπείρου ενώθηκαν σε συμμαχία που ονομαζόταν Ηπειρωτική Συμμαχία ή "συμμαχία των Απειρωτάν". Οι δυνατότητες της συμμαχίας υλοποιήθηκαν από τον Πύρρο που βασίλευσε από το 297 μέχρι το 272 π.χ. και εισέβαλε στην Ιταλία.

Όταν το 168 π.χ. οι Μακεδόνες νικήθηκαν από τους Ρωμαίους, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος επιστρέφοντας από την Πύδνα, για λόγους αντεκδίκησης λεηλάτησε και κατέστρεψε 70 πόλεις της Ηπείρου και πήρε 150.000 αιχμαλώτους ως δούλους (167 π.χ.). Οι περισσότερες από τις πόλεις που καταστράφηκαν ήταν των Μολοσσών και ορισμένες των Θεσπρωτών (Ελέα, Τιτάνη) και η Ήπειρος έκανε πολλούς αιώνες να αναλάβει από την καταστροφή αυτή. Όταν ο Στράβων επισκέφθηκε την Ήπειρο (β' μισό του 1ου π.χ. αιώνα) βρήκε τη χώρα "ως επί το πλείστον έρημον".

Η Pax Romana (Ρωμαϊκή ειρήνη) έγινε αισθητή στην Θεσπρωτία από τον 1ο μ.χ. αι. μέχρι την περίοδο της μεγάλης κρίσης των μέσων του 3ου. Ένας αρκετά εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μετά χριστόν αιώνων, ο οποίος δημιουργήθηκε στο μυχό του κόλπου της Ηγουμενίτσας στην περιοχή του Λαδοχωρίου, φαίνεται ότι επέζησε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (έως τον 6ο αι.).

Η έπαυλη του Λαδοχωρίου με τις ανάγλυφες μαρμάρινες ρωμαϊκούς σαρκοφάγους, και τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα του 3ου μ.χ.αι. από το νεκροταφείο στο οικόπεδο του Μουσείου, ήρθαν τα αποδείξουν ότι ο κόλπος της Ηγουμενίτσας, ο "έρημος λιμήν" του Θουκιδίδη, έπαιξε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ύστερη αρχαιότητα. Και γενικότερα η Θεσπρωτία αποτέλεσε το προγεφύρωμα της Ελλάδας προς την Ιταλία, και αντίστροφα. "Πρόκειται της Ελλάδος προς την Ιταλία" κατά τον Πολύβιο.

Βυζαντινοί χρόνοι - Τουρκοκρατία

Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η Θεσπρωτία υπέφερε από τις βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων, Βανδάλων, Αβάρων, Βουλγάρων και Σλάβων. Ορισμένοι από τους τελευταίους εγκαταστάθηκαν σε εδάφη της Θεσπρωτίας και αργότερα, είτε εκδιώχθηκαν, είτε αφομοιώθηκαν και εκχριστιανίσθηκαν. Μετά τη νίκη του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (956-1025 μ.χ.) επί των Βουλγάρων και την εκδίωξή τους, στην Ήπειρο εγκαταστάθηκαν άποικοι από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας με σκοπό την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Έτσι βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ήπειρο ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Τα παράλια της Θεσπρωτίας είχαν δοθεί στους Ενετούς και για ένα διάστημα ο Μιχαήλ Άγγελος αναγνώρισε την ψιλή κυριότητα τους σε αυτά. Σύντομα όμως τους εκδίωξε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Την περίοδο του δεσποτάτου η βυζαντινή τέχνη τελειοποιήθηκε και κτίσθηκαν περίτεχνες εκκλησιές και μοναστήρια.

Το 1294 ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος (1271-1296) έδωσε τμήμα της Θεσπρωτίας (Βουθρωτό, Ηγουμενίτσα, Σύβοτα) ως προίκα στη θυγατέρα του Θαμάρ για το γάμο της με τον Πρίγκιπα Φίλιππο Ανδεγαυό του Τάραντα. Εκατό χρόνια αργότερα οι Ενετοί κατέλαβαν τα παράλια της Θεσπρωτίας δημιουργώντας βάσεις στη Σαγιάδα, το Φανάρι και την Πάργα. Από τότε και για πολλούς αιώνες τα παράκτια φρούρια της Θεσπρωτίας παρέμειναν τα προκεχωρημένα φυλάκια των Ενετών στην Ηπειρωτική Ελλάδα και δυτική πύλη της χώρας.

Στο στρατό του Δεσποτάτου υπηρετούσαν και Αλβανοί από τη Νότια Αλβανία, η οποία είχε περιέλθει στο Δεσποτάτο. Ορισμένοι από αυτούς άρχισαν να εγκαθίστανται στην Ήπειρο σε ανταμοιβή των υπηρεσιών τους και συνέτειναν στην διάδοση της αλβανικής γλώσσας σε ορισμένες περιοχές.

Η Θεσπρωτία, λόγω των ενετικών φρουρίων, αντιστάθηκε στους Τούρκους, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ήπειρο και γι' αυτό οδηγήθηκε κατά ένα μέρος στον βίαιο εξισλαμισμό. Και στη συνέχεια στον εξαλβανισμό λόγω της σημαντικής θέσης των Αλβανών στο σύστημα της Οθωμανικής κυριαρχίας. Από το 1452 οπότε εισέβαλε στη Θεσπρωτία ο Μεχμέτ Χατζή μπέης, έχουμε συνεχείς συγκρούσεις Τούρκων και Ενετών (μαζί με Κερκυραίους και Χειμαρριώτες) στα παράλια της Θεσπρωτίας. Σε μια από αυτές, το 1685, ο Μοροζίνι ανατίναξε το κάστρο της Ηγουμενίτσας, αφού προηγουμένως μετέφερε τα 12 κανόνια του στην Κέρκυρα. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία –μετά πιθανότατα από εκβάθυνση της εισόδου του- ως αγκυροβόλιο του τουρκικού στόλου. Στα μέσα του 16ου αιώνα, ανυπότακτοι κάτοικοι της Θεσπρωτίας και της Χειμάρρας, βρήκαν καταφύγιο στα βουνά του Σουλίου, όπου ίδρυσαν το Τετραχώρι και ζούσαν ανεξάρτητοι.

Τα παράλια της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας κατεχόταν από τους Ενετούς μετά το 1718, μέχρι την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797, οπότε περιήλθαν στους Γάλλους. Το 1798 ο Αλή Πασάς, αφού νίκησε τους Γάλλους, κατέλαβε το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Αργότερα του δόθηκε και η Πάργα από τους Άγγλους.

Νεότερη ιστορία

Μέχρι την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας (1913), η Ηγουμενίτσα ήταν ένα μικρό χωριό που στην απογραφή που έγινε εκείνη τη χρονιά, αριθμούσε 292 κατοίκους και έφερε το όνομα Γράβα. Υπήχθη στην Υποδιοίκηση "Φιλιατών και Γουμενίτσης" του νομού Ιωαννίνων. Μεγαλύτερα χωριά ήταν το Γραικοχώρι με 1.163 κατοίκους, η Σούβλαση (Αγ. Βλάσης) με 1.012 κατοίκους, το Καστρί με 978 κατοίκους (Πίνακας Α.2.1.1). Το κύριο λιμάνι της Θεσπρωτίας το οποίο εξυπηρετούσε και τα Γιάννενα ήταν η Σαγιάδα (844 κατοίκους). Ο πληθυσμός της περιοχής του σημερινού Δήμου Ηγουμενίτσας ανερχόταν σε 4.925 κατοίκους. Στην απογραφή του 1920 ανερχόταν σε 4.730 κατοίκους και η μείωση οφειλόταν στη φυγή ενός αριθμού Αλβανοτσάμηδων. Η Ηγουμενίτσα εμφανίζεται ως ξεχωριστή Κοινότητα με 649 κατοίκους και οικισμούς, την Ηγουμενίτσα (278 κατοίκους), την Γράβα (347 κατοίκους) και το Λιμάνι (24 κατοίκους). Στην απογραφή του 1928 η Κοινότητα Ηγουμενίτσας είχε 564 κατοίκους και ο σημερινός Δήμος 5.340 κατοίκους. Η περιοχή υπαγόταν στην Επαρχία Θυάμιδος με έδρα τις Φιλιάτες. Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε και η Κοινότητα Νέας Σελεύκειας (783 κατοίκους) από πρόσφυγες που ήλθαν από την Σελεύκεια της Μικράς Ασίας.

Στη συνέχεια χωρίσθηκε ο Νομός Θεσπρωτίας από το Νομό Ιωαννίνων (1936) και ορίσθηκε έδρα του η Ηγουμενίτσα η οποία προήχθη σε Δήμο, με 1.353 κατοίκους κατά την απογραφή του 1940.

Στην διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή υπέφερε από τα στρατεύματα κατοχής τα οποία κατέστρεψαν εντελώς την Ηγουμενίτσα και συνεργάζονταν με ντόπιους Αλβανοτσάμηδες. Η εκδίωξη τους μετά την απελευθέρωση έφερε ανακατατάξεις και νέους πληθυσμούς από τα ορεινά της Θεσπρωτίας και άλλα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι πύκνωσαν τον πληθυσμό της Ηγουμενίτσας. Ο πληθυσμός της το 1951 ανερχόταν σε 2.386 κατοίκους και του σημερινού Δήμου Ηγουμενίτσας σε 6.919 κατοίκους. Εκείνη την περίοδο κτίσθηκαν και οι λεγόμενες "πολυκατοικίες των δημοσίων υπαλλήλων", διόροφα και τριόροφα οικήματα, μερικά από τα οποία σώζονται ακόμα δίπλα στο λιμάνι των ακτοπλοϊκών για Κέρκυρα.

Στο επόμενο διάστημα η ανάπτυξη της Ηγουμενίτσας και του λιμανιού της ήταν συνεχής, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 60, οπότε εκβαθύνθηκε το λιμάνι και δημιουργήθηκε η πορθμιακή γραμμή Ηγουμενίτσας-Κέρκυρας και η ακτοπλοϊκή γραμμή (ferry-boat) Ιταλίας-Ηγουμενίτσας-Πάτρας. Ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε μεταξύ 1951 και 1971, ενώ σήμερα έχει ενσωματώσει τους οικισμούς Λαδοχωρίου, Γραικοχωρίου, Αμπελιών και επεκτείνεται προς Ν. Σελεύκεια και Μαυρούδι. Αυτή η γρήγορη επέκταση και ανάπτυξη πρέπει να οργανωθεί και να εξορθολογισθεί ώστε να γίνει μια πόλη βιώσιμη, λειτουργική, φιλική προς τους κατοίκους της και σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον και να φέρει επάξια τον τίτλο της "δυτικής πύλης της χώρας".

Πολιτιστική κληρονομιά

Οι κυριότεροι αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία της περιοχής μελέτης είναι τα παρακάτω (Πίνακας Α.2.2.1 και Χάρτης Α.2.2-1).

Χερσόνησος Λυγιάς – Πύργος Ραγίου. Βόρεια του κόλπου της Ηγουμενίτσας, στις εκβολές του Καλαμά, βρίσκεται η χερσόνησος της Λυγιάς ή Λυγαριάς με τα τρία κάστρα της. Εχει ταυτισθεί με την Κερκυραϊκή Περαία ή Τορώνη, αποικία των Κερκυραίων κατά την κλασσική περίοδο. Ο περιτειχισμένος οικισμός είχε έκταση 580 στρ. και 6.000 κατοίκους. Τα τείχη καταστράφηκαν πιθανότατα το 167 π.χ. Την Κερκυραϊκή Περαία προστάτευε από την πλευρά της στεριάς το μικρό κάστρο του Πύργου Ραγίου σε λοφίσκο. Ο λόγος κατοικήθηκε ήδη από την προϊστορική περίοδο. Κατά τη μεταβυζαντική περίοδο κτίσθηκε εκεί πύργος. Στην ίδια περιοχή έχουν αποκαλυφθεί στην χερσόνησο Λυγιάς Ακρόπολη χρονολογούμενη από 5ο αιο. π.χ εως τους ελληνιστικούς χρόνους,, στη θέση Αστραβέτσι Ναόσχημο κτήριο ελληνιστικής εποχής, λαξευμένο στο βράχο, στη Θέση Λιουμπέτσι τετράγωνο ισοδομικό κτήριο ελληνιστικής εποχής και τέλος στη θέση Αγιονάζι τάφοι ελληνιστικής περιόδου.

Λαδοχώρι. Ρωμαϊκή έπαυλη με νεκρικό θάλαμο και ανάγλυφες σαρκοφάγους (2ος-3ος αι. μ.χ.). Επίσης αρκετά εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, ενώ η νεκρόπολη του ανευρέθη στην περιοχή του σταδίου Ηγουμενίτσας.

Ν. Σελεύκεια: Ρωμαϊκή αγροικία στην θέση "Τρουμπέ".

Μακρυχώρα: Ερείπια οικισμού ελληνιστικής εποχής και τάφοι στις δυτικές πλαγιές Μάλι Κλάδι.]

Πρασούδι: Στο νησάκι Πρασούδι υπάρχουν ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Ηγουμενίτσα: Βυζαντινό και μετέπειτα ενετικό κάστρο στο λόφο ανατολικά της Νομαρχίας.

Γραικοχώρι: Ανεμόμυλος ιδιοκτησία πρώην Κοινότητας Γραικοχωρίου

Αγιονήσι: Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής.

Αγιος Βλάσιος: Μονή Ταξιαρχών Σούβλιασης (1637): Λόγω των καταστροφών του πολέμου και της γρήγορης ανοικοδόμησης της περιοχής, ελάχιστα παραδοσιακά κτίρια διασώζονται, κυρίως σε απομονωμένους οικισμούς όπως η Κρυόβρυση ή μισοερειπωμένα, όπως στο παλιό Λαδοχώρι.

Στην πόλη της Ηγουμενίτσας διατηρούνται η έπαυλη Πιτούλη (1933) με ιταλικού τύπου αρχιτεκτονική και ορισμένα νεότερα (Διοικητήριο, παλιό Δασαρχείο στο δασύλιο, ορισμένες διάσπαρτες μονοκατοικίες). Αξιόλογα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα είναι τα έργα του Αρη Κωνσταντινίδη (Ξενία, σήμερα ΤΕΙ και κτίριο Τελωνείου). Σύμφωνα με μια παλαιότερη μελέτη του Υπουργείου Εσωτερικών της περιόδου 1972-1977, η οποία είχε καταγράψει τους αξιόλογους οικισμούς όλης της χώρας, έχουν αξιολογηθεί ως αξιόλογοι οικισμοί το Καστρί και ο Άγιος Βλάσιος με βαθμό απαιτούμενης προστασίας ΒΠ3 (περιορισμένη προστασία).

_________________________________________

Πληροφορίες για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση Θεσπρωτίας θα βρείτε στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης ΠΕ Θεσπρωτίας: http://dipe.thesp.sch.gr/  
















ΨΗΦΙΑΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (κλικ στην εικόνα)